- δωδεκαπλασιάζω
- (AM δωδεκαπλασιάζω)πολλαπλασιάζω επί δώδεκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωδεκαπλασιασθέντα — δωδεκαπλασιάζω multiply by twelve aor part pass neut nom/voc/acc pl δωδεκαπλασιάζω multiply by twelve aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαπλασιασθεῖσαι — δωδεκαπλασιάζω multiply by twelve aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαπλασιασθέντος — δωδεκαπλασιάζω multiply by twelve aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαπλασιάσαντες — δωδεκαπλασιάζω multiply by twelve aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαπλασιάσας — δωδεκαπλασιά̱σᾱς , δωδεκαπλασιάζω multiply by twelve fut part act fem acc pl (doric) δωδεκαπλασιά̱σᾱς , δωδεκαπλασιάζω multiply by twelve fut part act fem gen sg (doric) δωδεκαπλασιάσᾱς , δωδεκαπλασιάζω multiply by twelve aor part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)